- ἐφορολόγουν
- φορολογέωlevy tribute fromimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)φορολογέωlevy tribute fromimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορολογώ — φορολογῶ, έω, Ν ΜΑ [φορολόγος] επιβάλλω φόρους ή δασμούς (α. «η κυβέρνηση φορολογεί και τους αγρότες με χαμηλό εισόδημα» β. «πολλὰ μέρη τῆς Σικελίας ἐφορολόγουν», Πολ.) μσν. αρχ. εισπράττω τους φόρους … Dictionary of Greek